- μετακόσμησις
- μετακόσμησις, ἡ (Α) [μετακοσμώ]1. μεταβολή, αλλαγή κατάστασης, νέα κατάταξη, νέα διάταξη, μεταρρύθμιση2. μετατροπή, μεταμόρφωση, αλλαγή χαρακτήρα («γενόμενος κατ' εὐχῆν ἀνὴρ ἐκ γυναικὸς ἀγνοῆσαι τὴν μετακόσμησιν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.